ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Κώστας
Χολιαστός
Μεσολόγγιον
(Γεωγραφία) Πόλις της
Δυτικής
Στερεάς
Ελλάδος,
πρωτεύουσα του
νομού
Αιτωλοακαρνανίας
και έδρα του
δήμου
Μεσολογγίου. Ο κάτοικος
Μεσολογγίτης.
Επίθετον:
Μεσολογγίτικος.
Κείται εις
τον μυχόν της
λιμνοθαλάσσης
Μεσολογγίου, η
οποία
χωρίζεται της
ανοικτής
θαλάσσης του
Πατραϊκού
κόλπου δι΄
αμμώδους
λωρίδος
καλουμένης
Λούρος. Εκτίσθη
επι τριών
νησίδων, τα
οποία δι΄
επιχώσεων
ηνώθησαν και
έδωσαν το σχήμα
χερσονήσου εις
την πόλιν.
Θεώδωρος
Βρυζάκης (1814-1878) ΄΄Η
Έξοδος του
Μεσολογγίου΄΄
Από την καταστραφείσαν κατά την Έξοδον του 1826 πόλιν μόνον μία οικοδομή σώζεται σήμερον, κηρυχθείσα δια Β. Δ. του 1950 ιστορικόν μνημείον, εγγύτατα του ναού τού Αγίου Σπυρίδωνος. Εις την οικίαν αυτήν εγεννήθη ο ιστορικός και πρώτος της Ελλάδος πρωθυπουργός Σπυρίδων Ι. Τρικούπης. Ιστορικόν μνημείον δια του αυτού Διατάγματος έχει κηρυχθεί ο παρά τον ναόν του Αγίου Παντελεήμονος χώρος, όπου έκειτο ο οικίσκος, εις τον οποίον διέμενε ο ηρωικός επίσκοπος Ρογών και Κοζύλης, Ιωσήφ. Ο χώρος όπου εκείτο η οικία Καψάλη, εις την οποίαν έμεινε και απέθανεν ο Λόρδος Βύρων, έχει δια κιγκλιδώματος περιφραχθή και εις το μέσον εστήθη το 1924 αναμνηστική μαρμάρινος στήλη με ανάγλυφον προτομήν του μεγάλου φιλέλληνος, έργον του καθηγητού τού Πολυτεχνείου Αντ. Σώχου.
Έλληνες
οπλαρχηγοί της
Άμυνας του
Μεσολογγίου.
Π ρ
ώ τ η π
ο λ ι ο ρ κ ί α. Η
πόλις, ως είχε
κατά την
Επανάστασην
και ως έχει
ακόμη σήμερον,
δεν εμφανίζει
κανένα φυσικόν
οχυρωματικόν
σημείον.
Επί ακτίνος 3-4
χιλιομέτρων το
έδαφος είναι
επίπεδον,
ανοικτόω δε από
του Αιτωλικού
και του
Ευηνοχωρίου.
Διά τον λόγον
αυτόν οι
Μεσολογγίται
απεφάσισαν να
ανεγείρουν
μικρόω οχύρωμα,
σκάπτοντες εις
τον λαιμόν της
χερσονώσου της
πόλεως χάνδακα
βάθους 1.20 μ. και
πλάτους 2 μ. και
χρησιμοποιούντες
τα εκ της
εκσκαφής
χώματα δια το
αμυντικόν
έργον. Το
ύψος αυτού τού
χωμάτινου
οχυρού δεν
υπερέβαινε το
ανδρικόν
ανάστημα.
Δι΄ αυτού θα
επροστατεύετο
η στρατηγική
θέσις του
Μεσολογγίου
έναντι της
Πελοποννήσου.
Αλλά και η
γραμμή της
αμύνης της
πόλεως απήτει
δύναμιν
φρουράς
τουλάχιστον 4000
ανδρών, ενώ
όλος ο αριθμός
των
υπερασπιστών
του
Μεσολογγίου
ανήρχετο μόνον
εις 500 άνδρας υπό
τους
Αλέξανδρον
Μαυροκορδάτον,
Μάρκον
Μπότσαρην,
Δημήτριον
Μακρήν,
Αθανάσιον
Ραζηκώτσικαν.
Επί του
οχυρώματος
είχον
τοποθετηθή 14
τηλεβόλα
παλαιού
συστήματος.
Τούρκοι
στρατηγοί,
πολιορκητές.
Την 25
Οκτωβρίου 1822 ο
Ομέρ Βρυώνης
και ο Κιουταχής,
κατερχόμενοι
εκ του Πέτα
έφθασαν εις
Μεσολόγγιον
μετά στρατού 20,000
ανδρών, με 11
πυροβόλα και 4
βομβοβόλα και
επολιόρκησαν
την πόλεν.
Επι δύο
συνεχείς
ημέρας τα
πυροβόλα
έβαλλον,
προτάσεις δε
των Τούρκων δια
την παράδοσιν
της πόλεως
εστάλησαν προς
τους
πολιορκημένους,
οι οποίοι, όμως,
μέχρι της 8
Νοεμβρίου, ότε
ο υδραϊκός
στόλος
καταπλεύσας
εις το Βασιλάδι
και αποδιώξας
τόν τουρκικόν
στόλον,
απεβίβασε 1.700
άνδρας υπό τους
Πετρόμπεην
Μαυρομιχάλην,
Κανέλλον
Δεληγιάννην,
Ανδρέαν Ζαΐμην
και Αντρέαν
Λόντον, εκ των
οποίων αρκετοί
εκ Γαστούνης,
Πύργου και
Καλαβρύτων.
Η ενίσχυσις
αύτη έδωσε
θάρρος εις τους
πολιορκουμένους,
πού ήρχισαν να
εξέρχωνται τού
ορχυρώματος
και να
επιτίθενται
κατά των
Τούρκων,
προξενούντες
εις αυτούς
μεγάλας φθοράς.
Την 11
Νοεμβρίου η
πόλις μετά της
φρουράς
εδοκίμασαν
μεγάλην θλίψιν
εκ τού θανάτου
τού ηρωικού
τραυματίου τού
Πέτα, Γερμανού
στρατηγού
κόμιτος
Καρόλου-Αλβέρτου
Νόρμαν δ΄
Ερενφελς, εκ
Βυρτεμβέργης, ο
οποίος ως
στρατηγός είχε
πολεμήσει υπό
τον Ναπολέοντα.
Με μεγάλας
τιμάς οι
Μεσολογγίται
εκήδευσαν τον
Νόρμαν – ούτω
μόνον
απεκάλουν τον
στρατηγόν – και
τόν έθαψαν εκεί,
όπου σήμερον το
μνημείον των
Γερμανών
Φιλελλήνων,
παραπλεύρως
τού τάφου του
συμπατριώτου
του Βάιγκαντ.
Από
τού Δεκεμβρίου
οι Τούρκοι
ήρχισαν να
περιέρχωνται
εις δύσκολον
θέσιν πρό τού
Μεσολλογίου. Βροχαί
συνεχείς,
ελάττωσις τών
τροφών των,
καθυστέρησις
τών μισθών των
καί αι τακτικαί
επιθέσεις υπό
τών
εξερχομένων
τού οχυρώματος
Μεσολογγιτών
εμείωνον όλον
καί
περισσότερον
το ηθικόν τού
τουρκικού
στρατού, καί ο
Βρυώνης μετά
τού Κιουταχή
απεφάσισαν νά
ενεργήσουν
γενικήν
επίθεσιν κατά
τού
Μεσολογγίου
τήν νύκτα τών
Χριστουγέννων,
πιστεύοντες,
ότι οι
Μεσολογγίται
θά ευρίσκωντο
εις τας
εκκλησίας διά
τήν ακολουθίαν
τής μεγάλης
εορτής. Τήν
απόφασιν τής
επιθέσεώς των
τήν
επληροφορήθησαν
οι
Μεσολογγίται
από τόν κυνηγόν
τού Ομέρ Βρυώνη,
Κωνσταντίνον
Γούναρην, καί
ελήφθησαν όλα
τά μέτρα πρός
αντιμετώπισιν
τής επίθεσης.
Συνολικώς 2.250
άνδρες μέ δύο
κανονιοφόρα
πλοιάρια εις τά
άκρα τών
οχυρωμάτων
εντός τής
τάφρου πρός τήν
θάλασσαν,
αντεμερώπισαν
επιτυχώς τήν
επίθεσιν καί οι
Τούρκοι
ηναγκάσθησαν
τήν 31
Δεκεμβρίου 1822 νά
λύσουν τήν
πολιορκίαν.
Ακολούθως, ο
Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος
ανεχώρησε,
τοποθετηθέντος
τόν Ιούνιον τού
1823 ως επάρχου
Μεσολογγίου
τού
Κωνσταντίνου
Μεταξά. Τότε
το Μεσολόγγιον
είχε πληθυσμόν
6.000 κατοίκων, εκ
τών οποίων οι
χίλιοι ήσαν
πολεμισταί.
Το οχύρωμα
ανέλαβε να
ακακαινίση ο εκ
Χίου μηχανικός
Μιχαήλ
Κοκκίνης μέ
βοηθόν του τόν
Σταύρον
Κουτζούκην.
Τούρκοι
στρατηγοί/
πολιορκητές.
Φροντιστής
τού πολέμου
είχε διορισθή ο
Μήτρος
Δεληγεώργης (πατήρ
τού
πρωθυπουργού
Επαμ.
Δεληγεώργη).
Τήν 8
Αυγούστου 1823
εφονεύθη ο
Μάρκος
Μπότσαρης παρά
το
Κεφαλόβρυσον
τού
Καρπενησίου,
όπου είχεν
εκστρατεύσει
διά νά
αναχαιτίση τήν
προέλασιν τού
πασά τής
Σκόδρας.
Ο έπαρχος τού
Μεσολογγίου
Μεταξάς, βλέπων
τότε τόν
κίνδυνον τής
προελάσεως
τόσον τής
στρατιάς τού
πασά τής
Σκόδρας όσον
καί τού Ομέρ
Βρυώνη,
εκάλεσεν εις
Μεσολόγγιον
πάντας τούς έξω
αρχηγούς,
απέστειλε δέ,
διά νά καταλάβη
τήν ισχυράν
θέσιν τής μονής
τής Παναγίας
τού Λεσινίου,
τόν στρατηγόν
Δήμον Τσέλιον.
Εντός τής
πόλεως
συνεκεντρώθησαν
ο Τσόγκας, ο
Κώστας
Μπότσαρης, ο
Μακρής μετά 2.000
ανδρών,
ανετέθησαν δέ
τά
κανονιοστάσια
εις τούς
Μεσολογγίτας
ως
εμπειροτέρους.
Ενώ αυτά
συνέβαινον εις
Μεσολόγγιον
καί ο πασάς τής
Σκόδρας,
ενωθείς μετά
τού Ομέρ Βρυώνη,
μέ δύναμιν
στρατού 15.000 πεζών
καί 2.000 ιππέων,
ώδευεν
εναντίον τής
πόλεως, ο
έπαρχος
Μεσολογγίου
Μεταξάς
αντικατεστάθη
υπό τού
Αλεξάνδρου
Μαυροκορδάτου,
ο οποίος αφίχθη
εις
Μεσολόγγιον
κατά τά τέλη
τού Δεκεμβρίου
1823.
Την 6
Ιανουαρίου 1824, εν
μέσω τιμών καί
λαϊκού
συναγερμού
απεβιβάσθη εις
Μεσολόγγιον ο
Βύρων καί
εγκατεστάθη
εις τήν παρά
τήν παραλίαν
οικίαν τού
Χρήστου Καψάλη. Η
κυβέρνησις τού
ανέθεσε τήν
γενικήν
αρχηγίαν τής
εκστρατείας
πρός κατάληψιν
τής Ναυπάκτου,
καί ο λόρδος
Βύρων έκαμε πάν
ό,τι ηδύνατο
διά νά
τακτοποιήση τά
τής αμύνης τής
πόλεως. Μετ΄
ολίγον όμως,
ασθενήσας εκ
πνευμονίας,
απέθανε τήν 19
Απριλίου 1824, ο δέ
θάνατός του
εβύθισεν εις
πένθος τήν
πόλιν.
Την 15 Απριλίου
1825 κατέφτασε καί
εστρατοπέδευσε
παρά τόν
Κάκαβον τό 1ον
τουρκικόν σώμα,
διοικούμενον
από τούς Ισμαήλ
πασάν Πλιάσαν
καί
Κεχαγιάμπεην,
ενώ
ταυτοχρόνως
ήρχισαν νά
εισέρχωνται
εις τήν πόλιν
καί άλλαι
ενισχύσεις υπό
τούς Μήτρον
Βάγιαν, Αλέξιον
Βλαχόπουλον,
Μήτρον
Κουτσογιάννην,
Ιωάννην Πάγκον,
Λάμπρον Βέικον,
Γεώργιον
Κίτσον καί
Γεώργιον
Βάγιαν. Τήν
τουρκικήν
προπομπήν
ηκολούθησε το
κύριον σώμα υπό
τόν Κιουταχή
πασάν, ενώ ο
τουρκικός
στόλος, υπό
τούς Χοσρέφ και
Γιουσούφ
πασάδες,
επέκλεισε τά
παράλια.
Η δύναμις τής
φρουράς κατά
τάς αρχάς Μαΐου
είχε φθάσει
τούς 4.000 άνδρας,
αλλ΄ υπήρχον
ακόμη 8.000
κάτοικοι εις
τήν πόλιν
συγκεντρωθέντες
εκ τών πέριξ
κατά τήν
προέλασιν τού
τουρκικού
στρατού.
Οι Τούρκοι,
ανερχόμενοι
είς 30.000, διαρκώς
επετίθεντο
κατά τού
Μεσολογγίου,
αλλ΄ οι
υπερασπισταί
του απέκρουον
με ηρωισμόν τις
επιθέσεις.
Εις μίαν
περίοδον, κατά
τήν οποίαν
είχεν επέλθει
εξάντλησις
τροφών και ο
εφοδιασμός υπό
τής Ελληνικής
μοίρας δέν ήτο
δυνατόν να
επιτευχθή, οι
Τούρκοι
προέτεινον τήν
διά συνθήκης
παράδοσιν τής
πόλεως. Οι
πολιορκούμενοι,
διά νά
επιτύχουν
χρόνον,
παρέτεινον τάς
συνεννοήσεις,
μέχρις ότου
επτά υδραϊκά
πλοία, υπό τόν
Νιάγκαν, τήν 10
Ιουνίου
εφωδίασαν τήν
πόλιν μέ τροφάς.
Προτάσεις
πρός παράδοσιν
μέ όρους
ευνοϊκούς διά
τούς
πολιορκουμένους
υπέβαλον επτά
φοράς οι
Τούρκοι, αλλ΄
οι
Μεσολογγίται
απήντων
πάντοτε: ΄΄Τά
κλειδιά τού
Μεσολογγίου
είναι στίς
μπούκες τών
κανονιών μας
κρεμασμένα΄΄.
Οι
πολιορκημένοι,
ενισχυθέντες
καί από τόν
Κίτσον
Τζαβέλλαν,
εισελθόντα
μετά σώματος
Σουλιωτών τήν 7
Αυγούστου εις
τήν πόλιν,
υπεστήριζον μέ
άφθαστον
πατριωτισμόν
τό Μεσολόγγιον,
ο δέ σουλτάνος,
παρατηρών τήν
αδυναμίαν τού
Κιουταχή νά τό
εκπορθήση,
εζήτησε τήν
ενίσχυσιν τού
Ιβραήμ πασά τής
Αιγύπτου.
Ο Ιβραήμ
έφθασε πρό του
Μεσολογγίου
τήν 12
Δεκεμβρίου 1825 μέ
10.000 Αιγύπτιους
καί εχλεύασε
τόν Κιουταχήν,
πού είχε λάβει
παρά τού
σουλτάνου τόν
τίτλον τού
΄΄Ρουμελή
βαλεσή΄΄ με τόν
όρον ΄΄ή τό
Μεσολόγγιον ή
τήν κεφαλή
σου΄΄, διότι
επί οκτώ ήδη
μήνας δέν
ημπόρεσε νά
πάρη τόν
φράχτην
εκείνον – καί
έδειξε τό
φρούριον τού
Μεσολογγίου.
Ανέλαβε δέ
μόνος τήν
ευθύνην τής
επιθέσεως καί
εδήλωσεν, ότι
εντός 14 ημερών
θά κατελάμβανε
τήν πόλιν,
διατάξας
γενικόν
αποκλεισμόν εκ
ξηράς καί
θαλάσσης.
Αι ημέραι
πλέον διά τούς
πολιορκουμένους
ήσαν φοβεραί.
Τα τρόφιμα
καί τά φάρμακα
εξηντλούντο.
Ο στόλος δέν
ηδύνατο νά
αποβιβάση
τροφάς, καί εκ
τής κακής
διοικήσεως τών
εις Ναύπλιον
κυβερνώντων
δέν
ελαμβάνοντο τά
επιβαλλόμενα
μέτρα πρός
υποστήριξιν
τού μόνου τότε
διεξαγομένου
αγώνος διά τήν
επικράτησην
της
Επαναστάσεως
τού 1821. Αι
επιθέσεις όμως,
αι τόσο
λυσσαλέαι, καί
ο συνεχής
κανονιοβολισμός
τού Ιβραήμ, δέν
ηδυνήθησαν νά
εκπορθήσουν
τήν πόλιν. Ώς εκ
τούτου δέ ούτος,
υπεχρεώθει,
πρίν ή
εκπνεύσουν αι 14
ημέραι, νά
ζητήση τήν
επικουρίαν τού
Κιουταχή, διά
νά προσβάλλουν
τό Μεσολόγγι
ηνωμένοι οι δύο
στρατοί.
Κατόπιν
λυσσωδών
αγώνων καί
συνεπεία
αναφλέξεως τής
πυρίτιδος,
κατελήφθη κατά
πρώτον τήν 23
Φεβρουαρίου, τό
Βασιλάδι, όπου
εφονεύθησαν ο
αρχηγός
στρατηγός
Σπυρίδων
Πεταλούδης, ο
αστυνόμος
Σπυρίδων Ραζής,
ο Αναστάσιος
Παπαλουκάς, ο
Ιταλός
πυροβολητής
Πασχάλης
Γιακουμόζι,
έπειτα δέ τήν 28
Φεβρουαρίου ο
Ντολμάς, όπου
εφονεύθη ο
στρατηγός
Γεώργιος
Λιακατάς καί
τέλος, μετ΄
ολίγον, τό
Αιτωλικόν.
Τήν 25 Μαρτίου
οι
Μεσολογγίται,
μέ τούς Κίτσον
Τζαβέλλαν καί
Παναγιώτην
Σωτηρόπουλον,
εθαυματούργησαν
διά μίαν ακόμη
φοράν εις τήν
μάχην τής
Κλεισόβης.
Αλλ΄ η πείνα
καί αι
ασθένειαι
είχον
εξαντλήσει
τούς
μαχόμενους καί
αποδεκατίσει
τόν πληθυσμόν.
Πάσα ελπίς
ενισχύσεως εκ
τών έξωθεν
είχεν εκλείψει.
Ο
βομβαρδισμός
εξηκολούθει
ανελλιπώς.
Το
τυπογραφείον,
όπου
εξεδίδοντο τά
΄΄Ελληνικά
Χρονικά΄΄,
κατεστράφη τήν
21 Φεβρουαρίου
καί πλείσται
άλλαι οικίαι
κατηρειπώθησαν.
Τήν
κατάστασιν τής
πόλεως εκθέτει
εις επιστολήν
του ο
διευθυντής τών
΄΄Ελληνικών
Χρονικών΄΄ Ι.
Μάγερ πρός τόν
Στάνχωπ,
σταλείσαν
ολίγον πρό τής
εξόδου:
΄΄Καταντήσαμεν
εις τοιάυτην
ανάγκην –
γράφει ο Μάγερ –
ώστε να
τρεφώμεθα από
τά πλέον
ακάθαρτα ζώα.
Υποφέρομεν
φρικτά από
πείναν καί από
δίψαν. Προσεβλήθημεν
από διαφόρους
ασθενείας.
Χίλιοι
επτακόσιοι
τεσσαράκοντα
από τούς
αδελφούς μας
έχουν ήδη
αποθάνει.
Περισσότεραι
από εκατόν
χιλιάδας
βόμβαι
ριφθείσαι από
τόν εχθρόν,
κατέστρεψαν
τούς
προμαχώνας καί
τά οικήματά μας.
Τό ψύχος μάς
βασανίζει
ένεκα τής
παντελούς
ελλείψεως
ξύλων. Μέ
όλας τάς
στερήσεις
ταύτας είναι
αξιοθαύμαστον
θέαμα νά βλέπη
κανείς τό
θάρρος καί τό
υψηλόν φρόνημα
τής φρουράς μας.
Εις ολίγας
ημέρας όλοι
αυτοί οι
γενναίοι θά
είναι σκιαί
μόνον αγγέλων,
μάρτυρες
ενώπιον τού
θρόνου τού Θεού,
τής αδιαφορίας
τού
χριστιανικού
κόσμου δι΄
υπόθεσιν, ήτις
ήτο ιδική του.
Εξ ονόματος
όλων τών
ανδρείων μας
σάς αναγγέλλω
τήν ενώπιον
τού Θεού μεθ΄
όρκου
ληφθείσαν
απόφασίν μας νά
υπερσπίσωμεν
σπιθαμήν πρός
σπιθαμήν τό
έδαφος τού
Μεσολογγίου
καί νά
συνταφιασθώμεν
υπό τά ερείπια
τής πόλεως,
παρά νά
ακούσωμεν
πρότασίν τινα
περί
παραδόσεως.
Ζώμεν τάς
τελευταίας μας
στιγμάς.
Η ιστορία
θέλει μάς
δικαιώσει καί
οι
μεταγενέστεροι
θά θρηνήσουν
τήν συμφοράν
μας. Εμέ
καθιστά
υπερήφανον η
σκέψις ότι τό
αίμα ενός
Ελβετού, ενός
απογόνου τού
Γουλιέλμου
Τέλλου, μέλλει
νά συμμιχθή μέ
τό αίμα τών
ηρώων τής
Ελλάδος.΄΄
Ο
Νικόλαος
Κασομούλης εις
τά
΄΄Ενθυμήματα
Στρατιωτικά΄΄ (τόμος
β΄, σελίς 240),
αυτόπτης
μάρτυς τών
τελευταίων
στιγμών τού
Μεσολογγίου,
γράφει:
΄΄Από τά μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς νά υστερούνται τό ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, Βαρ΄βρηνα υνομάζετο, ήτις περιέθαλπεν ασθενή καί τόν αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν τήν θροφήν της, καί μυστικά, μαζύ μέ δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι πού τό έφαγαν. Ταίς ηύρα οπού έτρωγαν. Ερώτησα πού ηύραν τό κρέας, καί τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι. Μία συντροφιά στρατωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον καί, κρυφά καί αυτοί, τόν έσφαξαν καί τόν μαγείρευσαν. Εμαθητεύθη καί τούτο. Ημέραν παρ΄ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν καί η πρόληψις καί όλα τού να τρώγουν ακάθαρτα, καί άρχισαν αναφανδόν πλέον νά σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια καί ακόμη νά τά πωλούν μιά λίρα τήν οκά οι ιδιοκτήται των – καί πού να προφθάσουν: Τρείς ημέραις επέρασαν καί ετελείωσαν καί αυτά τά ζώα.΄΄
΄΄(Σελίς
242): ΄΄...Ο
συνεργάτης του
Γ. Μεσθενέα
τυπογράφου (Σμυρναίος
λόγιος
Νικολαΐδης
κατά τόν Ι.
Βλαχογιάννην)
καθήμενος εις
τήν οικίαν μας
έσφαξεν καί
έφαγεν μίαν
γάταν, καί
έβαλεν τόν
ψυχογιόν τού
Στουρνάρη καί
εσκότωσεν άλλη
μίαν. Τούτος
υπέμνησεν εις
τούς άλλους νά
πράξουν, καί
εις ολίγαις
ημέραις γάτα
δέν έμεινεν...
Αρχίσαμεν,
περί τάς 15
Μαρτίου, ταίς
πικραλήθραις,
χορτάρι τής
θαλάσσης.
Τό εβράζομεν
πέντε φοραίς
έως ότου
έβγαινεν η
πικπάδα, καί τό
ετρώγαμε μέ
ξείδι καί λάδι
ωσάν σαλάτα,
αλλά καί μέ
ζουμί από
καβούρους
ανακατωμένον
καί τούτο.
Εδόθησαν καί
εις τούς
ποντικούς, πλήν
ήταν ευτυχής
όστις εδύνατο
νά πιάση έναν.
Βατράχους δέν
είχαμε κατά
δυστυχίαν.
Από τήν
έλλειψιν τής
θροφής αύξαναν
αι ασθένιαι,
πονόστομος καί
αρθρίτις.΄΄
Η
Έ ξ ο δ ο ς. Οι
αρχηγοί τής
φρουράς τήν 6ην
Απριλιου 1826
συνήλθον εις
σύσκεψιν υπό
τήν προεδρίαν
τού επισκόπου
Ρωγών Ιωσήφ εις
τήν πλατείαν
τής Αγίας
Παρασκευής, διά
νά αποφανθούν
περί του
πρακτέου.
Η έξοδος
απεφασίσθη
ομοφώνως καί
πρός τούτο
εστάλησαν οι
αγγελιοφόροι
Πάνος Λαδιάς
καί Κώστας
Κανάτας νά
ειδοποιήσουν
τόν εν
Δερβεκίστη
στρατηγόν
Γεώργιον
Καραϊσκάκην νά
ευρίσκεται τήν
νύκτα τού
΄΄Λαζάρου΄΄
πρός τήν
Κυριακήν των
Βαΐων μετά του
σώματός του εις
τήν μονήν τού
Αγίου Συμεώνος,
διά νά τούς
ενισχύση κατά
τήν στιγμήν τής
εξόδου. Ο
εκ τών
αγγελιοφόρων
Κανάτας
κατώρθωσε νά
φθάση εις τόν
Καραϊσκάκην
καί νά επανέλθη,
κομίζων τήν
πληροφορίαν
ότι ο στρατηγός
θά είναι εις
τήν μονήν τού
Αγίου Συμεώνος
τήν ορισθείσαν
νύκτα πρός
επικουρίαν των.
Τήν απάντησιν
τού Καραϊσκάκη
ήκουσαν εις τό
μέγα πολεμικόν
συμβούλιον
όλοι οι αρχηγοί
σωμάτων καί οι
πρόκριτοι.
Τότε ερρίφθη
η ιδέα νά
σφαγούν τά
γυναικόπαιδα,
αλλ΄ ο
επίσκοπος
Ρωγών Ιωσήφ, μέ
ένα υπέροχον
λόγον του,
απέτρεψε τήν
σκέψιν ταύτην,
τήν οποίαν
υπέδειξεν ο
ηρωικός
πυροβολητής
Γουρνάρας.
Ο Χρήστος
Καψάλης
εδήλωσεν ότι
αυτός μέ πάντα
μή δυνάμενον νά
εξέλθη μετά τών
φαλάγγων θά
εύρη τόν
θάνατον,
ανατινάσσων τό
εις τήν οικίαν
του
φυσιγγιοδετείον,
όπου υπήρχε
μεγάλη ποσότης
πυρίτιδος.
Η
απόφασις τής
Εξόδου
διετυπώθη καθ΄
υπαγόρευσιν
τού επισκόπου
Ρωγών Ιωσήφ εις
πρακτικόν μέ
γραμματέα τόν
Μικ. Κασομούλην
καί υπεγράφη
υφ΄ όλων.
Το μνημειώδες
αυτό έγγραφον
έχει, μέ
τήρησιν τής
γραφής του, ως
εξής:
΄΄Εν ονόματι τής Αγίας Τριάδος. Βλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ΄ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Βαΐων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια.
Α΄ - Όλοι οι οπλαρχηγοί από τήν Δάμπιαν τού Σταρνάρη έως εις τήν Δάμπιαν τού Μακρή, μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των σχηματίζοντας μία κολώνα, νά ριχθούν προσβάλλοντας τήν Δάμπιαν τού εχθρού εις τήν ακρογιαλιάν, εις τό δεξιόν μας. Η σημαία τού Στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή, ως οδηγός τού σώματος τούτου. Ο Στρατηγός Μαρκής νά τήν συνοδεύση μέ ειδήμονας, όπου γνωρίζουν τόν τόπον.
Β΄ - Όλοι οι Οπλαρχηγοί από τήν Δάμπιαν τού Στρ. Μακρή έως τήν Μαρμαρούν μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, νά ριχθούν εις τόν προμαχώνα αριστερά τών εχθρών. Ο Στρατηγός Μαρκής, μέ τήν σημαίαν του ανοικτήν θέλει είναι ο οδηγός τού σώματος τούτου αριστερά.
Γ΄ - Διά νά μήν μπερδευθή το Στράτευμα μέ ταίς φαμελλιαίς, δίδεται τό γεφύρι τής Δάμπιας τού Σταρνάρη, καί εκείθεν όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι καί ξένοι, νά ταίς συνοδεύσουν καί νά διαβούν απ΄ εκεί. Τέ δέ άλλα δύο γεφύρια είναι τό μέν διά τήν δεξιάν κολώναν, καί τής Λουνέττας διά τήν αριστεράν.
Δ΄ - Κάθε Οπλαρχηγός γενικά νά αρχίση νά σηκώνη τούς στρατιώτας του, ελθούσης τής ώρας, ανά έναν από τόν προμαχώνα του ώστε ο τόπος νά μή μείνη εύκαιρος έως εις τήν ύστερην ώραν.
Ε΄ - Οι από τήν νήσον Μαρμαρούν, άμα σκοτεινιάση, νά τραβηχθούν από ένας-ένας καί να σταθούν εις τήν Δάμπιαν του Χορμόβα.
ΣΤ΄ - Ο Τζιαβέλας, μέ όλον τό βοηθητικόν σώμα, νά μείνη οπισθοφυλακή. Αυτός μέ όλους τούς υπ΄ αυτόν θέλει περιέλθει τελευταίως όλον τόν γύρον τού φρουρίου διά νά δώση τήν είδησιν εις όλους καί νά τούς πάρη μαζί του.
Ζ΄ - Τό σώμα τής Κλείσοβας, οδηγούμενον από τούς Οπλαρχηγούς του, νά εξέλθη μέ τά πλοιάρια, εις μίαν τής νυκτός, σιγανά, καί άμα φθάση εις τήν ξηράν νά σταθή έως τάς 2 ώρας όπου θά γίνη τό κίνημα απ΄ εδώ, καί τότε νά κινηθή καί αυτό.
Η΄ - Ο τόπος, τό σημείον τής διευθύνσεώς μας, θέλει είναι ο Άγιος Συμεός. Οι οδηγοί θέλουν προσέχει νά συγκεντρωθούμεν εκεί όλοι.
Θ΄ - Οι λαγουμτζήδες νά βάλουν εις τά φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντας νά βαστάξουν μετά τήν έξοδόν μας μία ώρα επέκεινα. Τό ίδιον νά οδηγηθούν καί οι εις τάς πυριτοθήκας ευρισκόμενοι ασθενείς καί χωλοί. Ηξεύραμεν όλοι τόν Καψάλην ότι δεν έχει ανάγκην οδηγίας.
Ι΄ - Επειδή θά πληγωθούν καί πολλοί εξ ημών εις τόν δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί νά βοηθή τόν πληγωμένον καί νά παίρνη σηκώνων καί τά άρματά του, καί εάν δέν είναι εκ τού ιδίου σώματος.
ΙΑ΄ - Απαγορεύεται αυστηρώς κανένας νά μή αρπάξη άρμα συντρόφου του εις τόν δρόμον, πληγωμένου ή αδυνάτου, αργυρούν ή σιδηρούν και φύγη. Όπου φανή ένοχος τοιούτος, μετά τήν σωτηρίαν μας θέλει δίδει τό πράγμα οπίσω καί θέλει θεωρείσθαι ως προδότης.
ΙΒ΄ - Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τούς δύο προμαχώνας, καί αι άλλαι αι δύο κολώνας, θέλουν κινηθή αμέσως, ώστε νά περιστοιχηθούν από τήν οπισθοφυλακήν.
ΙΓ΄- Κανένας νά μή ομιλήση ή φωνάξη τήν ώραν τής εξόδου μας, έως ότου νά πέση τό δουφέκι εις τό ορδί τού Κιουταχή από τήν βοήθειαν οπού περιμένομεν καί εάν, κατά δυστυχίαν, δέν έλθουν βοήθειαι οι όπισθεν πάλιν θέλουν νά κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι.
ΙΔ΄ - Όσοι των αδυνάτων καί πληγωμένων επιθυμούν νά εξέλθουν καί δύνανται, νά ειδοποιηθούν από τά σώματά των τούτο.
ΙΕ΄ - Τά μικρά παιδιά όλα νά τά ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτιδιάσει.
ΙΣΤ΄ - Τό μυστικόν θέλει τό έχομεν: ΄΄Καστρινοί καί Λογγίσιοι΄΄.
ΙΖ΄ -
Διά νά
ειδοποιηθούν
όλοι οι
αξιωματικοί τό
σχέδιον
επιφορτίζεται
ο Νικόλαος
Κασομούλης
γραμματεύς τού
Νικολάου
Στουρνάρη νά
περιέλθη από
τώρα τά διάφορα
σώματα νά τούς
τό διαβάση
ιδιαιτέρως εις
τόν καθέναν.
Εάν δέ εις
αυτό τό
διάστημα
άξαφνα φανή ο
στόλος μας διά
θαλάσσης
πολεμών καί
νικών νά
μείνωμεν έως
ότου
ανταποκριθούμεν
μετ΄ αυτού΄΄.
Ο
επίσκοπος
Ιωσήφ τότε
βοηθούμενος
από τόν
αρχιμανδρίτην
Ζαλογγίτην καί
τούς ιερείς
Πλατύκαν,
Βάλβην και
Αγλύκαντον
εκοινώνησε τών
Αχράντων
Μυστηρίων
όλους τούς
κατοίκους τής
πόλεως,
ανερχομένους
εις 10.500, τήν
παραμονήν τής
Εξόδου. Οι
ασθενείες, οι
τραυματίαι καί
τά
γυναικόπαιδα
απεχωρίσθησαν
μέ
σπαραξικαρδίους
σκηνάς από τούς
πατέρας,
συζύγους και
αδελφούς των.
Πολλαί
γυναίκες μέ
ανδρικάς
στολάς
μετέσχον τών
φαλάγγων, αι
οποία υπό τήν
ηγεσίαν τών
στρατηγών
Δημήτριου
Μακρή, Κίτσου
Τζαβέλα καί
Νότη Μπότσαρη
εξήλθον κατά τό
μεσονύκτιον
διά τριών
γεφυρών
τεθείσων επί
τών
κανονοστασίων
Λουνέττας, Ρήγα
καί
Μονταλεμπέργ.
Η ηρωική
έξοδος του
Μεσολογγίου.
Η
αναμενομένη
ενίσχυσις εις
τόν Αγιον
Συμεώνα δέν
εφάνη, διότι ο
Καραϊσκάκης,
αντοικατασταθείς
τάς ημέρας
εκείνας υπό τής
κυβερνήσεως ει
τής
αρχιστρατηγίας
διά τού Κώστα
Μπότσαρη, είχε
μείνει μόνος
εις
Δερβέκισταν (σημερινή
κωμόπολις
Ανάληψις).
Τήν στιγμήν
τής Εξόδου, εκ
προδοσίας
Βουλγάρου,
ευρισκομένου
εις τήν φρουράν
καί
αυτομολήσαντος
εις τούς
Τουρκοαιγυπτίους,
τά
πολιορκητικά
στρατεύματα
προσέβαλον
τούς
εξερχομένους.
Τότε ηκούσθη
η φωνή: ΄΄Οπίσω!
Οπίσω στά
κανόνια μας!΄΄
η οποία υπέφερε
σοβαρά
σύγχυσιν.
Το
μεγαλύτερον
μέρος μέ
ακάθεκτον
ορμήν, μέσω τών
χιλιάδων τών
πολιορκητών,
επροχώγησε
πρός τά εμπρός,
διά νά ευρη εις
τάς υπωρείας
τού Αρακύνθου,
παρά τόν Άγιον
Συμεώνα
αλβανικόν σώμα
ακί εμπλακύ
μετ΄ αυτού, οι
δ΄ άλλοι,
μεταξύ των καί
ο επίσκοπος
Ιωσήφ,
επέστρεψαν εις
τήν πόλιν, όπου
έπειραι
ανατνάξεις
έλαβον χώραν
καί άγριαι
σφαγαί. Τρομερός
κρότος σείει το
έδαφος εκ τής
ανατινάξεως
τής οικίας
Καψάλη, καί τήν
επαύριον, ότε
τά πάντα έκαιε
τό πύρ, τό
τελευταίον
καταφύγιον τών
ολίγων
Μεσολογγιτών, ο
Ανεμόμυλος,
ανατινασσεται
υπό τού
επισκόπου
Ιωσήφ. Τιποτε
δέν έχει μείνει
πλέον. Οι
εξελθόντες,
έπειτα από
ηρωίκήν πάλην
μέ τούς
Αλβανούς παρά
τόν Άγιον
Συμεώνα,
φθάνουν εις
Δερβέκισταν
καί από εκεί,
ακόμα τροφών,
εις Πλάτανον
Ναυπακτίας καί
εν συνεχεία εις
τόν Ισθμόν τής
Κορίνθου, διά
να φθάσουν εις
Ναύπλιον καί
συνεχίζουν
υπέρ τής
ελευθερίας
αγωνιζόμενοι.
Εις τούς
νεκρούς τής
Εξόδου
συμπεριλαμβάνονται:
ο Αθαν.
Ραζηκώτσικας, ο
Παπαδιαμαντόπουλος,
ο Καρπούνης, ο
Μάγερ μετά τής
συζύγου καί τών
τέκνων του, ο
Φαράντος, ο
Κοκκίνης, ο
Παλαμάς, ο
Στρουρνάρας
καί οι Γερμανοί
φιλέλληνες
Μπαίζερ, Κλέμπ,
Στσίπαμ, Λύτρεβ,
Σπίτσελμπεργκ,
ο βαρώνος
Μπέντεζελ
καί πλείστοι
άλλοι.
Τήν
12ην Απριλίου 1826
η πόλις
Μεσολογγίου
τελείως
κατεστραμμένη
ευρίσκετο υπό
τήν τουρκικήν
κυριαρχίαν,
Τό τουρκικόν
διοικητήριον (σαράγι)
εχρησιμοποιήθη
διά τήν
εγκατάστασιν
τού Κιουταχή
πασά, καί η
σωζόμενη καί
σήμερον οικία
Τρικούπη,
εγγύτατα τού
ναού τού Αγίου
Σπυρίδωνος,
όπου συνήρχετο
η διοικούσα τήν
πόλιν επιτροπή,
εχρησιμοποιήθη
διά κατοικίαν
τού Ιβραήμ πασά.
Μέγας αριθμός
αιχμαλώτων
γυναικοπαίδων
εξαπεστάλη εις
Αίγυπτον, ενώ η
ευρωπαϊκή
κοινή γνώμη
εξεδήλωσε τόν
θαυμασμόν της
διά τήν
αυτοθυσίαν τών
κατοίκων τού
Μεσολογγίου.
Εις Παρισίους
οι φοιτηταί
ωργάνωσαν
διαδήλωσιν ως
ανηγγέλθη η
πτώσις τού
Μεσολογγίου
καί υπεχρέωσαν
τόν βασιλέα
Κάρολον νά
εξέλθη εις τόν
εξώστην τών
ανακτόρων τού
Κεραμεικού καί
νά
ζητωκραυγάση
υπέρ τών
Ελλήνων λέγων
ότι ΄΄μέ αυτούς
θά πάμε εις τήν
Κωνσταντινούπολιν΄΄.
Ο Πάλμερστον
εις τήν
αγγλικήν
Βουλήν τών
Κοινοτήτων καί
ο Σατωμπριάν
εις τήν
γαλλικήν
Βουλήν
εξεφώνησαν
θαυμασίους
λόγους υπέρ τού
Μεσολογγίου
καί τά
φιλελληνικά
κηρύγματα του
Νείμπουρ καί
τού Θειρσίου,
εμπνευσθέντα
από τήν
τραγωδίαν του
Μεσολογγίου,
εξήγειρον τόν
γερμανικόν
λαόν υπέρ τής
Ελλάδος καί
έρανοι καθ΄
όλην τήν
Γερμανίαν
διαξήχθησαν
υπέρ τού
ελληνικού
Αγώνος. Ο βασιλεύς
τής Βαυαρίας
Λουδοβίκος
κατέθεσε μέγα
μέρος εκ τού
ιδιαιτέρου του
ταμείου διά τήν
εξαγοράν τών
αιχμαλώτων
γυναικοπαίδων
τού
Μεσολογγίου
καί διέταξε νά
σταματήσουν αι
πρός τιμήν του
εορταί καί
φωταψίαι καί τά
διά ταύτας
προοριζόνενα
χρήματα νά
μοιρασθούν εξ
ίσου εις τούς
πτωχούς τής
πόλεως καί υπέρ
τών θυμάτων τού
Μεσολογγίου. Ο Ελβετός
Εϋνάρδος
ενίσχυσεν
αμέσως τήν
Ελλάδα καί
απεύθυνεν
έκκλησιν πρός
τόν κόσμον διά
τήν
απελευθέρωσιν
τών αιχμαλώτων
του
Μεσολογγίου.
Ο Λαφίζ καί ο
Σαίν Ιλαίρ
ενεφανίσθησαν
εις τήν
γαλλικήν
Βουλήν ως
υπέρμαχοι τών
δικαίων τής
Ελλάδος εξ
αφορμής τού
Μεσολογγίου
καί ο σοφός
Γερμανός
Βόσσιος
προσέφερεν
όλην του τήν
περιουσίαν
υπέρ τών
θυμάτων τού
Μεσολογγίου.
Ποιηταί,
γλύπται καί
ζωγράφοι,
μεταξύ τών
οποίων ο Βίκτωρ
Ουγκώ, ο Γκάιτε,
ο Ουζανώ, ο
Δαυΐδ ντ΄ Ανζέ,
ο Ντελακρουά, ο
Ευγένιος ντέ
Λανσάκ,
απηθανάτισαν
εις τά έργα των
τήν δόξαν τού
Μεσολογγίου.
Το Μεσολόγγιον έμεινεν υπό τουρκικήν κυριαρχίαν μέχρι τής 2 Μαΐου 1829, ότε παρεδόθη διά συνθήκης εις τούς Έλληνας. Οι διεσκορπισμένοι Μεσολογγίται επανήλθον, καί η πόλις ήρχισε να αναδημιουργήται, κινουμένη εις στενά οικονομικά πλαίσια. Τά Γριβαϊκά κατά το 1862 διέκοψαν επί μικρόν διάστημα τόν ήσυχον βίον τής πόλεως, η οποία, όμως, συνεχίσασα τάς μεγάλας της παραδόσεις υπέρ τού έθνους παρέσχεν εις τήν διακυβέρνησιν τής χώρας τούς μεγάλους πολιτικούς, προέδρους τών ελληνικών κυβερνήσεων: Σπυρίδωνα Ι. Τρικούπην, Ζηνόβιον Βάλβην, Δημήτριο Βάλβην, Επαμεινώνδαν Δεληγεώργην, Χαρίλαον Τ. Τρικούπην, καί εις τά γράμματα τούς επιφανείς ποιητάς καί λογίους: Κωστήν Παλαμάν, Γεώργιον Δροσίνην, Μιλτιάδην Μαλακάσην, Αντώνιον Τραυλαντώνην. Κατά τον πόλεμον 1940-41 καί την περίοδον τής εχθρικής κατοχής εβομβαρδίσθη δεκάκις από αέρος, μέ καταστοφήν πολλών οικιών καί μεγάλας ζημίας εις τόν λιμένα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Η
εγκυκλοπαίδεια:
Νεώτερον
Εγκυκλοπαιδικών
Λεξικόν
΄΄Ηλίου΄΄,
Τόμος ΙΔ΄,
Εκδότης-Διευθυντής:
Ιωάννης Δ.
Πασσάς, σελ. 511-517.