Οδυσσέας  Ελύτης  (1911 – 1996)

 Γνωριμία με τον Ποιητή και το Έργο του

ΚΩΣΤΑΣ  ΧΟΛΙΑΣΤΟΣ

Οδυσσέας  Ελύτης  (1911 – 1996)

 Γνωριμία με τον Ποιητή και το Εργο του

 «Ιδού Εγώ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρές
Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου
Ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
Ο ηλιοπότης…..»

 «Από μικρό παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με
την εικόνα ενός θανάτου
κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή
σαν φάκα και μας την προτείνει
ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη μέση.
Αφήστε με να γελάσω.
(…) Δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας
γύρω από τον ήλιο.
Το σώμα ξέρει.»

Δευτέρα, 18 Μαρτίου 1996. Ο Οδυσσέας Ελύτης 85 χρονών πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στην Αθήνα. Εσβησε ήρεμα, καθώς ξεκουραζόταν ντυμένος στο κρεβάτι του. Ετσι τον βρήκε η σύντροφος των τελευταίων 13 χρόνων της ζωής του, η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου.

 Η Ελλάδα ολόκληρη θρηνεί τον ποιητή της, έναν ‘πραγματικό εθνικό θεσμό’ όπως ενδεικτικά τον αποκάλεσε ο Roderick Beaton ( καθηγητής του Τμήματος Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών του King’s College London) σε επικήδειο άρθρο του στην αγγλική εφημερίδα  ‘Τhe Independent’.

 Η είδηση του θανάτου του διακόπτει τη ροή των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων σε όλη τη χώρα, και πλήθος κόσμου παρακολουθεί την κηδεία του με συγκίνηση χωρίς επισημότητες και κραυγαλέες ανακοινώσεις. Ο ίδιος ο ποιητής, νιώθοντας ίσως να πλησιάζει το τέλος, είχε ζητήσει να διαφυλαχτεί η ιδιωτικότητά του και να αποφευχθούν δηλώσεις και αποχαιρετισμοί από πολιτικούς και πνευματικούς εκπροσώπους και από τα μέσα επικοινωνίας.

 Το πραγματικό όνομα του ποιητή είναι Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Γεννήθηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά η καταγωγή του ήταν από την Λέσβο όπου είχαν καταγωγή και οι δύο γονείς του. Ευκατάστατη και γνωστή η οικογένεια, γίνεται ένας από τους λόγους που κάνει τον ποιητή να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο.

Το 1914 η οικογένεια μεταφέρει τις επιχειρήσεις της στον Πειραιά και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα κάνοντας συχνά ταξίδια και πολύμηνες διακοπές σε ελληνικά νησιά όπως οι Σπέτσες, η Αίγινα, η Τήνος και φυσικά η Λέσβος καθώς και στο εξωτερικό. Παρ’ όλες τις πιέσεις των δικών του να σπουδάσει χημεία, ο ποιητής διαλέγει αρχικά τη νομική σχολή όπου γράφεται μετά από εξετάσεις το 1930. Δεν θα ολοκληρώσει όμως ποτέ τις σπουδές του, μιας και σειρά γεγονότων και γνωριμιών στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θα σφραγίσουν τη μεταμόρφωσή του σε Οδυσσέα Ελύτη.


ΕΦΗ  ΓΑΛΑΝΑΚΗ 

Η πρώτη ουσιαστική συνάντησή του με την Ποίηση θα γίνει, όταν φοιτητής ακόμα διαβάζει ένα βιβλίο του υπερρεαλιστή ποιητή Paul Eluard. Μέχρι τότε όπως είπε ο ίδιος ο Ελύτης αργότερα θεωρούσε την ποίηση σαν «….ένα φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα….Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε για τα βουνά ή τα ποτάμια και να λένε κοινοτοπίες.» Με τον Eluard έρχεται η ανακάλυψη μιας καινούριας γλώσσας και έκφρασης των πραγμάτων, μιας νέας ματιάς στον κόσμο, συνεπώς μιας νέας αντίληψης για το περιεχόμενο και την ουσία της ποίησης.

Τον Νοέμβρη του 1966 ο Λίνος Πολίτης γράφει σχετικά : « Ο δρόμος πέρα από τον υπερρεαλισμό φτάνει σε θαυμαστό αποτέλεσμα με την ποίηση του Ελύτη. Η καινούρια ποιητική ελευθερία κάνει εδώ ν’ αναβλύσει μια ποίηση χαρούμενη, νεανική πλημμυρισμένη από το φως και από το Αιγαίο, κυριαρχημένη ακόμα σε αντίθεση από τον πρώτο υπερρεαλισμό και από μια μεσογειακή αίσθηση του μέτρου και της τάξης.»

Η καινούρια αυτή αντίληψη για την ποίηση συνδυάζεται με την επαφή του ποιητή με λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Σημαντική είναι η συνάντησή του το 1930 με 1935 με τους Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και Καραντώνη. Αυτή η λογοτεχνική συντροφιά εκδίδει το πρωτοποριακό περιοδικό ‘Νέα Γράμματα’, όπου ο Ελύτης θα δημοσιεύσει μετά από παρότρυνσή τους τα πρώτα του ποιήματα το 1935.

Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βραττάκο, ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γενιάς του 1930. Ποιητής κυρίως της φυσικής μαγείας του ελληνικού περιβάλλοντος παρουσίασε μια δική του ποίηση που ξεχειλίζει από διάφανη λυρική ουσία, χρωματισμούς και λεπτές εικόνες του ελληνικού ήλιου – του πράσινου – της χάρης του Αιγαίου πελάγους και της νιότης.

Παρ’ όλη την οικονομική άνεση που είχε η οικογένειά του ο Ελύτης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε ένα απλό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας επιλέγοντας να αφοσιωθεί σε αυτό που έλεγε ο ίδιος «συνεχή αναζήτηση για την αλήθεια στο έργο (του) όπου το πιο δύσκολο πράγμα είναι να συγκεντρωθεί κυρίως στην ουσία, στη γνησιότητα.»

Σταθμό στη ζωή του Ελύτη αποτελεί η γνωριμία του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο το 1935. Θα συνδεθούν φιλικά και μαζί θα ταξιδέψουν στην Ελλάδα, ανακαλύπτοντας καλά κρυμμένες πλευρές της χώρας και της παράδοσής της. Ο Εμπειρίκος που θεωρείται ο «Πατέρας του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα» τον μυεί στο κίνημα.

 Το έργο του «Υψικάμινος» που δημοσιεύεται το 1935 καθώς και η περίφημη διάλεξή του περί υπερρεαλισμού, επηρεάζουν βαθιά τον Ελύτη, ενισχύουν την πρώτη έντονη επίδραση της ποίησης του Eluard και του ανοίγουν καινούριους ποιητικούς ορίζοντες.


ΜΑΡΘΑ  ΤΡΕΒΕΖΑ

Στην αρχή θα πειραματιστεί μεταφράζοντας ποιήματα του γάλλου ποιητή που θα δημοσιεύσει στα ‘Νέα Γράμματα’. Θα μελετήσει τα θεωρητικά κείμενα ξένων υπερρεαλιστών, θα δοκιμάσει και την τεχνική της αυτόματης γραφής. Χωρίς ποτέ να υποταχτεί πραγματικά στις προδιαγραφές της Σχολής του Υπερρεαλισμού θα καταλήξει να αντλήσει στοχεία και εργαλεία τα οποία θα του χρησιμεύσουν σαν βάση στο ποιητικό του έργο, θα τα αναμορφώσει και θα τα προσαρμόσει στο δικό του προσωπικό όραμα. Πάνω απ’ όλα, ο υπερρεαλισμός τον απελευθέρωσε όσον αφορά την χρήση της γλώσσας η οποία είναι και η πρώτη ύλη της ποιητικής δημιουργίας. Οι προσταγές του υπερρεαλισμού όπως η ανακάλυψη του υποσυνείδητου και η αυτογνωσία , η συνειρμική έκφραση και εξωτερίκευση των πιο βαθιών συναισθημάτων και σκέψεων, η μετάφραση του υλικού κόσμου σε πνευματική απεικόνιση με αφετηρία εξωτερικά φυσικά ερεθίσματα, η δυνατότητα συνδυασμού και αντιπαράθεσης διαφορετικών και συχνά αντίθετων εικόνων, αρχετύπων και συμβόλων, διαμόρφωσαν και δημιούργησαν το ξεχωριστό προσωπικό ύφος του Ελύτη.

Γέννημα-θρέμμα του Αιγαίου, του ήλιου και της θάλασσας, με το υποσυνείδητο να ξεχειλίζει από τα χρώματα και τα αρώματα της αλμύρας και της νησιώτικης φύσης που αποτυπώθηκαν στη μνήμη κατά την διάρκεια των οικογενειακών ταξιδιών των παιδικών του χρόνων και αργότερα, η επιλογή του Αιγαίου σαν κυρίαρχο ποιητικό θέμα φαντάζει σήμερα προκαθορισμένη και αναπόφευκτη. Στο ποιητικό αυτό πλαίσιο του νησιωτισμού προσθέτονται στοιχεία από την μυθολογία, την αρχαία ελληνική παράδοση αλλά και την νεοελληνική παράδοση και ποίηση. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ελύτης θαύμαζε την ποίηση της εξαδέλφης  του Σαπφώς και οι μετέπειτα μεταφράσεις του των έργων της θεωρούνται πραγματικά αριστουργήματα. Ετσι, ήδη από τα πρώτα του έργα φαίνεται έντονα η λατρεία της φύσης και η γλωσσική ιδιαιτερότητα ενός ύφους με έντονη υπερρεαλιστική χροιά.

Την πρώτη περίοδο 1929-1943, δημοσιεύθηκαν οι ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί » (1940) και «ο ήλιος ο Πρώτος» (1943).


 ΓΙΩΡΓΟΣ  ΖΙΝΕΛΗΣ

 "Του Αιγαίου"

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
………………….
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στο πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
                                   
(Προσανατολισμοί)


ΜΑΡΘΑ  ΤΡΕΒΕΖΑ

Τον Δεκέμβριο του 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός στο αλβανικό μέτωπο. Η τραυματική εμπειρία του πολέμου και οι πληγές μιας ταλαιπωρημένης από την κατοχή και αργότερα από τον εμφύλιο Ελλάδας, θα τον οδηγήσουν σε μια άλλη ποιητική ωρίμανση. Τα στοιχεία του νησιωτισμού και της λατρείας της φύσης αποκτούν μια διαφορετική διάσταση, μεταμορφώνονται σε μεταφορές και αλληγορίες για να δοξαστεί η ελευθερία και η άρνηση του ανθρώπου να υποταχτεί. Η συλλογή «Ηλιος ο Πρώτος» που θεωρήθηκε μια αισιόδοξη αντίσταση μέσα στην Κατοχή ( Ελευθεροτυπία, 1996 ) εισάγει το νέο αυτό πνεύμα.

Έτσι συχνά όταν μιλάω για τον ήλιο
Μπερδεύεται στη γλώσσα μου ένα
Μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο
Αλλά δε μου είναι βολετό να σωπάσω.

                              ( Ήλιος ο Πρώτος )


ΘΑΝΟΣ  ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ      

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
σιγά – σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστράψανε οι χελιδοουρές,
σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !
                 
(……………)
Σήκω μικρή, μικρή περτοκαλένια !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους
                               
( Ήλιος ο Πρώτος )


ΣΩΤΗΡΗΣ  ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ

Στο επόμενο χρονολογικά έργο του το « Ασμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας », που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1945 στο περιοδικό ‘Τετράδιο’ το αλληγορικό αυτό πνεύμα καλλιεργείται περισσότερο. Ο ήλιος, η φύση, ο άνθρωπος και η ζωή η ίδια έρχονται σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του σκότους, το απάνθρωπο, το παράλογο του πολέμου.

Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο

για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό

      της Αλβανίας

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
κι άναβαν στις κορφές των χώρτων καβαλλάρηδες,

τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,
τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Τώρα κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόϊ αγγέλου που σταμάτησε
μόλις είπανε «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
κι η απορία μαρμάρωσε……

 

Ήταν γερό παιδί,
τις νύχτες αγκαλιά με τα νερατζοκόριτσα
λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νίφες λεύκες
ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
η αυγή, που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλλα δυό μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,
να βάφει τα λουλούδια
ή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζει
τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…..
Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του !
Τι χάρτης περιφάνιας το γυμνό του στήθος,
όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα !….

Πρόκειται για την αιώνια σύγκρουση του καλού και του κακού. Και το τελικό μήνυμα εκπέμπει αισιοδοξία, χαρακτηριστική του ποιητή. Ο ήλιος, ο άνθρωπος και η φύση δεν παραδίνονται ποτέ, κι αν κινδυνεύσουν να σβήσουν, τελικά ανασταίνονται συνεχώς.

 Τώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
-του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:

Ελευθερία
Ελληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
Ελευθερία
-για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά,
καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες,
τα πιο αθώα κορίτσια
τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κι’ η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη:
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!…..

Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του…..
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού!


ΧΡΗΣΤΟΣ  ΝΕΟΦΥΤΟΥ

Το μεγάλο επικό ποίημα αναγγέλλει τη γέννηση του πιο σημαντικού έργου της ζωής του Ελύτη, το ‘Αξιον Εστί’, για πολλούς το αριστούργημά του.

Το « Αξιον Εστί » δημοσιεύεται το 1959 ταυτόχρονα με την ποιητική συλλογή «Εξι και μια τύψεις για τον ουρανό». Δεκαπέντε χρόνια σιωπής περίπου ακολούθησαν το «Ασμα ηρωϊκό και πένθιμο» και την αμέσως επόμενη «Καλοσύνη στις λυκοποριές» (1947). Στο διάστημα αυτό, ο Ελύτης θα διατελέσει διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας το 1945 και το 1953, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν (1953), θα γράψει πολλά θεωρητικά κείμενα, άρθρα και δοκίμια θα συνεργαστεί με την εφημερίδα «Καθημερινή» σαν κριτικός τέχνης, με την «Ελευθερία» και την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» και θα συνεχίσει να μεταφράζει τους αγαπημένους του ποιητές και συγγραφείς : εφτά ποιήματα του Λόρκα το 1947, την «Νεράϊδα» του Givaudoux για το Εθνικό  Θέατρο, τις «Δούλες» του Jean Genet, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Brecht για το Θέατρο Τέχνης (1957) που θα είναι η πρώτη παράσταση Brecht στην Ελλάδα. Το 1946 θα συναντήσει επιτέλους τον «πνευματικό εμπνευστή» του, τον Paul Eluard στην Αθήνα. Είναι πιθανό η γνωριμία αυτή να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να επισκεφτεί τη Γαλλία το 1948. Η ψυχική δοκιμασία του εμφυλίου πολέμου τον οδηγεί συνειδητά στην πρώτη αποδημία του από την Ελλάδα. Θα ταξιδέψει στην Ευρώπη για 3 χρόνια 1948-1951 : Γαλλία, Ελβετία, Αγγλία, Ιταλία, Ισπανία. Το Παρίσι ιδιαίτερα, θα είναι σταθμός. Θα συνδεθεί με διάσημους καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως ο Andre Breton ο (πατέρας του υπερρεαλισμού στη Γαλλία), ο Sartre, o Picasso, o Matisse, o Chagal, o Giacometti.

« Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή για να γράψω αυτό το ποίημα (Αξιον Εστί) μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη, τα χρόνια του 48 με 51» δηλώνει ο Ελύτης σε συζήτηση – ντοκουμέντο με τον καθηγητή Σαββίδη περίπου δέκα χρόνια μετά την έκδοση του ποιήματος. Και συνεχίζει : «Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλες οι δυσκολίες μαζί πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα». Ο Ελύτης διηγείται πως στο δρόμο για το αεροδρόμιο, είδε κάποια παιδιά να παίζουν σε ένα οικόπεδο, «χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα…..ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα (μαζί μου) από την Ελλάδα.»  Και πως, λίγες ώρες αργότερα, κάνοντας περίπατο σε ένα δάσος της Λωζάνης, συναντάει Ελβετόπαιδα που έκαναν την καθημερινή ιππασία τους, ….« ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα…..περάσανε από μπροστά μου και με άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.»  Ο Ελύτης ένιωσε «δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση…..συντριβή μπροστά στην τόση αδικία». Οπως ομολογεί, για δεύτερη φορά στη ζωή του, μετά την εμπειρία της Αλβανίας, «…βγήκε από το άτομό του, και αιστάνθηκε ταυτισμένος κυριολεκτικά με την φυλή του». Τα συναισθήματα αυτά γίνονται πιο έντονα ακόμα στο Παρίσι όπου σχολιάζει : «τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά μας ! Δυσαρεστημένοι οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να έχουν κάθε μέρα το μπιφτέκι τους και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε, ….με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε : εμείς περάσαμε πόλεμο, Κύριε! Κι αν τολμούσα να ψιθυρίσω οτι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο, με κοίταζαν παράξενα : Α! Κι εσείς, ε; Καταλάβαινα οτι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός απίθανου χάρτη.»


ΓΙΩΡΓΟΣ  ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ   και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη  λησμονάτε τη χώρα μου !

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά  στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά  στου γλαυκού το γειτόνεμα !

Της Ασίας αν αγγίζει από τη μιά  της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκει να  και στη θάλασσα μόνη της ! 

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό  τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ  με φοβέρες και μ’ αίματα !

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ    και μυρσίνη σύ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη   λησμονάτε τη χώρα μου !


ΓΙΩΡΓΟΣ  ΖΙΝΕΛΗΣ

Της αγάπης αίματα

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
Και χαρές  ανείδωτες  με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.

Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.


ΚΑΤΕΡΙΝΑ   ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

Κάπως έτσι γεννιούνται οι στίχοι….Τα συναισθήματα της γεωγραφικής απομόνωσης, της μοναξιάς και κυρίως της αδικίας τον οδηγούν στην αναζήτηση μιας γραφής ή μιας ποιητικής δομής ικανής να τα εκφράσει απόλυτα.

Το «Αξιον Εστί» συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά στυλιστικά και θεματολογικά στοχεία του ποιητή  (υπερρεαλιστική απόχρωση, λατρεία της φύσης και του ήλιου, αντίσταση του ανθρώπου). Το συστατικό όμως που το μετατρέπει σε αριστούργημα και του αποδίδει όλη του τη βαρύτητα σαν δημιουργία είναι η αρχιτεκτονική τελειότητά του. Τα τρία μέρη του Η Γένεση – Τα Πάθη – Το Αξιον Εστί – συνδέονται μεταξύ τους με απόλυτη ισομέρεια και αναλογία πεζά «αναγνώσματα» διαδέχονται στιχουργικά κομμάτια τα οποία επαναλαμβάνονται, στίχοι και τα ημιστίχια χωρίζονται από τομές οι οποίες εκφράζονται με τυπογραφικά στολίδια όπως για παράδειγμα –αστερίσκους- . Το όλο σύνολο είναι επεξεργασμένο έτσι ώστε να εκπέμπει μια λυρική μοναδική στο βάθος που μελέτες επιχείρησαν να την αποτυπώσουν σε σχεδιάγραμμα.


ΓΙΩΡΓΟΣ   ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Η Γένεση

Στην αρχή το φως  Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου

Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ’ τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά
Επειδή και οι Ωρες γύριζαν όπως οι μέρες
με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόϊ του κήπου
Δείχτης ήμουν εγώ
(…..)
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα. Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά. Ο άκοπος απ’ τον ουρανό
Πέρασε μέσα μου
Εγινε αυτός που είμαι
(….)
Πήρε όψη ο Ηλιος. Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου
Αυτός εγώ λοιπόν
και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !


ΚΑΤΕΡΙΝΑ  ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ο βιβλιογράφος και ποιητής Δημήτρης Δασκαλόπουλος περιγράφει το έργο δηλώνοντας οτι πρόκειται για «μια στιγμή αυστηρά μελετημένης σύλληψης και εκτέλεσης….ένα επίπονα επεξεργασμένο σχέδιο ρυθμικής αρμονίας, (το οποίο), αποθεώνει την οργάνωση του ποιητικού υλικού, χωρίς πάντως να εγκλωβίζεται η ποιητική έκφραση και αρμονία» (Νέα, 2000). Το δεύτερο και σημαντικό εύρημα του έργου είναι η συνειδητή αναφορά στον ομώνυμο εκκλησιαστικό ύμνο, με χρήση εκφραστικων μέσων της ορθόδοξης παράδοσης. Με αυτόν τον τρόπο τελείως αντίθετα στοιχεία συνθέτουν ένα απόλυτα συμπαγές σύνολο. Ο Ελύτης σχολιάζει : «είδα ότι έπρεπε να φτιάξω ένα αυθαίρετο αλλά εξίσου αυστηρό σύστημα αλληλοδιαδοχής ειδών ποιητικών και να μην διστάσω μπροστά στην αντιφατικότητα μορφής και περιεχομένου. Γιατί βέβαια Χριστιανός δεν ήμουν με την παραδεγμένη έννοια. Η ηλιολατρεία μου , ο εφηβισμός μου, η θαλασσινή φύση μου, η αγάπη των κοριτσιών, των φυτών ήταν μια Σικελιανή κατάσταση που θα κινδύνευε στα μάτια των τρίτων να γίνει απλώς μια επίδειξη φυσικής ρώμης. Εντελώς διαφορετική ωστόσο ήταν η βαθύτερη φύση μου…..Αυτά τα πράγματα είναι ιερά και πρέπει να τα δείξεις στους άλλους (που θα πει να τα σώσεις) ή να χαθείς μαζί τους….τα πορτοκάλια και τα ρόδια ήταν άγια πράγματα, θέματα προς μετάληψιν, τοποθετημένα σ’ ένα φανταστικό ιδιωτικό εικονοστάσι.» (Νέα, 1999)


ΚΩΣΤΑΣ   ΧΟΛΙΑΣΤΟΣ

Τα Πάθη

Τη Γλώσσα μου έδωσαν  Ελληνική  

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου  στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί  σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια
και πνοές απο τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι !
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Υμνου.
Μονάχη έγνοια μου η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου !


ΓΡΗΓΟΡΗΣ   ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

 Άξιον Εστί

Άξιον εστί το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
(…….)
Τα Νησιά με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
(……)
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κως, η Ιος, η Σίκινος
(…..)
Άξιον εστί το χώμα που ανεβάζει
μια οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
(….)
Τα Λουλούδια τα οικόσιτα της Νοσταλγίας
τα λουλούδια τα νήπια της βροχής που τρέμουν
(……)
Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί
ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος
το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο


ΘΑΝΟΣ  ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

Άξιον εστί το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιός αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιό το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου :  

Νυν το αγρίμι της μυρτιάς  Νυν η κραυγή του Μάη
Αιέν η άκρα συνείδηση  Αιέν η πλησιφάη
(……)
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία
(….)
Νυν η ταπείνωση των Θεών  Νυν η σποδός του Ανθρώπου 

Νυν Νυν το μηδέν

 και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας !


ΝΤΙΝΑ  ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το Χελιδόνι

Ενα το χελιδόνι             κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος  θέλει δουλειά πολλή 

Θέλει νεκροί χιλιάδες   να’ ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί     να δίνουν το αίμα τους 

Θέ μου Πρωτομάστορα  μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα  μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν απ’ τους Μάγους     το σώμα του Μαγιού
Τό ‘χουνε θάψει σ’ ένα             μνήμα του πέλαγου 

Σ’ ένα βαθύ πηγάδι       τό ‘χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι       κι όλη η Άβυσσο

Θέ μου Πρωτομάστορα      μέσα στις πασχαλιές και Σύ
Θέ μου Πρωτομάστορα      μύρισες την Ανάσταση!


ΓΡΗΓΟΡΗΣ   ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

Με το «Αξιον Εστί» έρχεται και η αναγνώριση. Το 1960 του απονέμεται το Α’ (πρώτο) βραβείο κρατικής ποίησης. Την επόμενη χρονιά αρχίζει η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη μελοποίηση του έργου, το οπίο θα εκτελεστεί για πρώτη φορά το 1964 στον κινηματογράφο RΕΧ. Θα ακολουθήσουν πολλά άλλα έργα του, όπως ο «Ηλιος ο Πρώτος» το 1969 σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, το «Ασμα ηρωϊκό και πένθιμο» το 1968 σε μουσική Νότη Μαυρουδή, «οι μικρές Κυκλάδες» το 1966 σε μουσική Μικη Θεοδωράκη, το «Θαλασσινό τριφύλλι» του Λίνου Κόκοτου το 1972. Τα ποιήματα του γίνονται κτήμα του λαού. Ο Ελύτης θα γίνει ένας από τους πιο πολυτραγουδισμένους ποιητές της Ελλάδας.

Η δεκαετία 1960 – 1970 είναι μια νέα περίοδος σιωπής. Τα πρώτα δύο-τρία χρόνια ταξιδεύει πολύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Ρωσία. Το πραξικόπημα του 1967 και το νέο καθεστώς της χούντας τον οδηγούν ν’ αποτραβηχτεί από τα δημόσια και να φύγει, το 1969, για το «δεύτερο σπίτι του» την Γαλλία, όπου θα μείνει 2 χρόνια. Από το 1971 ξεκινάει μια πλούσια εκδοτική δραστηριότητα, που αποδεικνύει οτι η δεκαετής σιωπή ήταν γόνιμη. Κυκλοφορούν οι συλλογές «Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη ομορφιά» (1971), ο «Ηλιος ο ηλιάτορας» (1971), που μελοποιήθηκε από τον Δημήτρη Λάγιο μέσα στο 1980, «τα Ρω του έρωτα» (1972), «Ο Φυλλομάντης» (1973), «Τα Ετεροθαλή» (1974), κι άλλα.


ΝΤΙΝΑ  ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Από το ποίημα   «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας»

Όμορφη και παράξενη Πατρίδα

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τήνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους.
 

Δρόμοι  περπατημένοι

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
Ποιός τους εδιάβη πέρα  ποιός δεν τους πατεί
Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μεσ΄ στα αίματα
Μήτε Θεός μητ’ άλλος δεν τον σταματά
Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
Ολ’ οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν.


ΘΑΝΟΣ  ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

Ο κύκλος αυτός κλείνει με την κορυφαία στιγμή της σταδιοδρομίας του, όταν στις 10 Δεκεμβρίου 1979 του απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. 

Τα ποιήματα αυτής της περιόδου διακρίνονται από μια ρομαντική διάθεση από τη μία πλευρά, και από την άλλη, από τον μεταφυσικό και διαλογικό χαρακτήρα τους. Ενδεικτικό παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας είναι «Τα Ρω του Ερωτα» που ο ποιητής σχολιάζει : «Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης…. Γι’ αυτό κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια…..Η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.»  

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
Μαρίνα μου άγιο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού           (Μαρίνα, Μικρές Κυκλάδες)

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας 

Το αιώνιο Στοίχημα 

1. Οτι μια μέρα θα δαγκάσεις μες στο νέο λεμόνι
   
και θα αποδεσμεύσεις
   
τεράστιες ποσότητες ήλιου μέσα σου
(…..)
3. Οτι και μες στον θάνατό σου πάλι θα’ σαι

   
σαν το νερό στον ήλιο
   
που γίνεται ψυχρό από ένστικτο
                        
(απόσπασμα, Μαρία Νεφέλη)

Στα έργα του αυτά κυριαρχούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σαν πραγματική εμμονή, ο ήλιος και το φως. Δεν είναι τυχαίο που στην απονομή του Νόμπελ, ξεκινάει την ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης δηλώνοντας:

«Ας μου επιτραπεί να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας». Εξηγεί οτι οι «σκοτεινοί καιροί» που ζούμε ζητούν «μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα και διαύγεια» και προσθέτει : «δεν μιλάω για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ’ αντικείμενα αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει τη μεταφυσική τους σημασιολογία» (ΒΗΜΑ 2000).

Αυτός είναι ο σκοπός και της Ποίησης, να «εγείρεται στο σημείο όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα». Ο άνθρωπος σαν υλικό ον από τη φύση του, οφείλει να αποκρυπτογραφεί την πραγματικότητα, την υλική φύση του και τα πράγματα που τον περιβάλλουν, να φτάνει στην ουσία τους, να την ξεπερνά και να τα κάνει πνεύμα. Ξεπερνώντας τα ξεπερνά τον εαυτό του και απελευθερώνεται.

Τα στοιχεία του νησιωτισμού και της λατρείας της φύσης είναι έννοιες-κλειδιά στην ποίηση του Ελύτη. Ο ήλιος είναι κυρίως το σύμβολο της αλήθειας άρα της Αρετής και της Ομορφιάς με την αρχαία ελληνική τους σημασία. Από αυτή την όψη ίσως ο όρος «ποιητής του Αιγαίου» που χρησιμοποιήθηκε πολύ συχνά σαν «συνοδευτικός τίτλος» για τον ποιητή, να’ ναι πολύ φτωχός. Ο Ελύτης δεν είναι απλά ένας γραφικός πατριώτης ποιητής που περιγράφει λυρικά τον τόπο του. Υπάρχει, πίσω από τους στίχους του, ένας βαθύς διαλογισμός για τη μοίρα του ανθρώπου, το παράλογο της ύπαρξης, την αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας, την υπέρβαση του εαυτού και του θανάτου μέσα από το θαύμα  της καθημερινής ζωής, της ιστορικής μνήμης και παράδοσης. Υπάρχει επίσης ένας προβληματισμός για την ουσία  και χρησιμότητα της ποίησης καθώς και για τη γλώσσα σαν μέσον έκφρασης και απελευθέρωσης. Αναγνωρίζοντας την προσφορά η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Νόμπελ : «Για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και δημιουργία».

Μετά το Νόμπελ ο Ελύτης συνεχίζει την δημιουργική του πορεία. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο «υπήρξε ο μόνος από τους ‘μεγάλους’ ποιητές μας που ευτύχησε να μακροημερεύσει και να εξακολουθεί να δημιουργεί μέχρι και τις παραμονές του θανάτου του.» Από το 1982 ως το 1985 εκδίδονται άλλες δύο ποιητικές του συλλογές  (Ωδή στη Σαντορίνη και Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου) όπως επίσης και «ο Μικρός Ναυτίλος» ένα αριστούργημα πεζού και λυρικού λόγου που ξεκινάει:

«Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ότι να’ ναι : το σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν Οδηγό, τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα θα πάω να βρω ποιός είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο. Χρυσέ ζωής αέρα……»

«Ο Μικρός Ναυτίλος» είναι ένα μεταφορικό και πνευματικό ταξίδι μέσα στο χρόνο όπου καταγράφονται όσα αξίζουν να κρατηθούν σ’ αυτή τη ζωή, όσα θα μάζευε κανείς σε ένα σάκο φεύγοντας ίσως από αυτόν τον κόσμο : ιστορικές μνήμες, λέξεις, εικόνες, αισθήσεις, σκέψεις, στίχοι ποιητών…..

Ο Ελύτης είχε δηλώσει πολλές φορές πως αν δεν αφιερώνονταν στην ποίηση, θα διάλεγε να γίνει καλλιτέχνης. Οι επιρροές του στη ζωγραφική υπήρξαν πολλές. Η γνωριμία του στο Παρίσι με τους Chagall, Giacometti και ιδιαίτερα με τον Picasso και τον Matisse ήταν αποφασιστική. Συχνά ο Ελύτης «ζωγραφίζει» τα ποιήματά του με τα αστραφτερά χρώματα του Matisse ή οργανώνει το υλικό του ακολουθώντας την κυβιστική τεχνική του Picasso. Ο ίδιος θεωρούσε τα έργα του σαν μια άλλη έκφραση του λυρικού του λόγου και τα ονόμαζε «συνεικόνες». Γι’ αυτό και πολλά υπάρχουν σαν εικονογραφήσεις και επεξηγήσεις κατά κάποιο τρόπο σε πολλές ποιητικές του συλλογές και μεταφράσεις.

Στην Ελλάδα σημαντική ήταν η φιλία του με τους Γκίκα και Τσαρούχη, καθώς και η ζωγραφική του Θεόφιλου που έγινε αντικείμενο μελέτης στο δοκίμιο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος».


Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον διευθυντή κ.κ. Φίλιππο Τρεβεζά.
Για τεχνικά προβλήματα σχετικά με αυτή την ιστοσελίδα επικοινωνήστε με τον Χρίστο Α. Νεοφύτου.
Τελευταία ενημέρωση: 08.04.2002 17:28:58 Ώρα Ειρηνικού Ωκεανού